- ἐφημέρων
- ἐφήμερονshort-lived insectneut gen plἐφήμεροςliving but a daymasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
Μάρκος Αυρήλιος, Αντωνίνος — (Marcus Aelius Aurelius Antoninus, Ρώμη 121 – Βιντόμπονα 180). Ρωμαίος αυτοκράτορας (161 180) και στωικός φιλόσοφος, ισπανικής καταγωγής. Από νεαρή ηλικία αφοσιώθηκε στη φιλοσοφία και διδάχθηκε τη ρητορική από τον περίφημο Φρόντωνα. Απέκτησε την… … Dictionary of Greek
Σουάμερνταμ, Γιαν — (Swammerdam). Ολλανδός φυσιοδίφης και ζωολόγος (Άμστερνταμ 1637 1680). Ο πατέρας του που ήταν φαρμακοποιός και συλλέκτης ειδών του φυτικού και ζωικού κόσμου του έμπνευσε την αγάπη προς τη φύση. Ο Σ. σπούδασε ιατρική και ανατομία στη Λέιντα και… … Dictionary of Greek
Στερν, Λόρενς — (Sterne). Άγγλος συγγραφέας (Κλόνμελ, νότια Ιρλανδία 1713 – Λονδίνο 1768). Σπούδασε στο Κέμπριτζ και ακολούθησε το εκκλησιαστικό στάδιο. Το 1741 πέτυχε, με την υποστήριξη ενός θείου του, μια θέση στην επισκοπή της Υόρκης και τον ίδιο χρόνο… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Ταμερλάνος — (Τιμούρ Λενκ, Κις, Σαμαρκάνδη 1336 – Οτρέρ 1405). Μογγόλος στρατηλάτης. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους κατακτητές και ιδρυτές εφήμερων αυτοκρατοριών που παρουσίασε κατά περιόδους η ιστορία της Ασίας. Απόγονος, ίσως, του Τζενγκίς Χαν εκπροσώπησε τη … Dictionary of Greek